- εξαγκυρίζω
- ναυτ.1. αποσυνδέω το άγκιστρο από έναν κρίκο, κν. ξεκοτσάρω, ξεγαντζώνω2. εξαγκίστρώνω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγκυρισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαγκυρίζω, η εξαγκίστρωση … Dictionary of Greek